- ιππόκρημνος
- ἱππόκρημνος, -ον (Α)1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].
Dictionary of Greek. 2013.